πιτύρου

πιτύρου
πιτύ̱ρου , πίτυρον
husks of corn
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ACETUM — praecipui olim in condimentis usus, inde ἧδος per excellentiam Graecis dictum: nec Silphii minor commendatio. Unde ὄξος et σίλφιον iungit Aristophanes in Avibus. Α᾿λλ᾿ ὑπιχνῶσιν, τυρον`, ἔλαιον, Σίλφιον, ὀξος καὶ τρίψαντες Κατάχυςμ᾿ ἕτερον. Et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πιτυρώδης — ῶδες, Α [πίτυρον] 1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής 2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος 3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”